ημερόβιος

ημερόβιος
-α, -ο
1. αυτός που ζει μόνο μία μέρα. Ημερόβιο ζώο.
2. αυτός που δρα μόνον την ημέρα (αντίθ. νυκτόβιος): Το χελιδόνι είναι ημερόβιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡμερόβιος — living for a day masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερόβιος — α, ο (Α ἡμερόβιος, ον) 1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον γένος εντόμων τής οικογένειας ημεροβιίδες νεοελλ. 1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος 2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια τής ημέρας και ησυχάζει κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • ἡμερόβιον — ἡμερόβιος living for a day masc/fem acc sg ἡμερόβιος living for a day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερόβιοι — ἡμερόβιος living for a day masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από …   Dictionary of Greek

  • DIOGENES — I. DIOGENES Antonius, vide Antonius. II. DIOGENES Apolloniates, Anaximenis auditor, fil. Apollothemidis. Physicarum rerum notitiâ oelebris, Rhetor et Philosophus insignis. Tempore Anaxagorae viguit, ab invidis, in pericuum mortis, Athenis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημεροβιίδες — Οικογένεια νευροπτέρων εντόμων. Τo γνωστότερο από τα γένη της οικογένειας αυτής είναι το έντομο ημερόβιος. * * * οι οικογένεια νευρόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerobiid < hemero (πρβλ. ήμερ[ο]·) + bi id (πρβλ. βί ος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”