ἡμερόβιος — living for a day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερόβιος — α, ο (Α ἡμερόβιος, ον) 1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον γένος εντόμων τής οικογένειας ημεροβιίδες νεοελλ. 1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος 2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια τής ημέρας και ησυχάζει κατά τη… … Dictionary of Greek
ἡμερόβιον — ἡμερόβιος living for a day masc/fem acc sg ἡμερόβιος living for a day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερόβιοι — ἡμερόβιος living for a day masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
DIOGENES — I. DIOGENES Antonius, vide Antonius. II. DIOGENES Apolloniates, Anaximenis auditor, fil. Apollothemidis. Physicarum rerum notitiâ oelebris, Rhetor et Philosophus insignis. Tempore Anaxagorae viguit, ab invidis, in pericuum mortis, Athenis… … Hofmann J. Lexicon universale
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
ημεροβιίδες — Οικογένεια νευροπτέρων εντόμων. Τo γνωστότερο από τα γένη της οικογένειας αυτής είναι το έντομο ημερόβιος. * * * οι οικογένεια νευρόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerobiid < hemero (πρβλ. ήμερ[ο]·) + bi id (πρβλ. βί ος… … Dictionary of Greek